- μνησίκακος
- -η, -ο (ΑΜ μνησίκακος, -ον)αυτός που διατηρεί στη μνήμη του κακό το οποίο κάποτε υπέστη και επιδιώκει να πάρει εκδίκηση, εκδικητικός («ἐν ὁδοῑς δικαιοσύνης ζωῆς, ὁδοὶ δὲ μνησικάκων εἰς θάνατον», Αριστοτ.). Επιρρ. μνησίκακαμε μνησίκακο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι-, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. μιμνήσκω) + κακός].
Dictionary of Greek. 2013.